- Καππαδόκης
- ο, θηλ. Καππαδόκισσα (AM Καππαδόκης, θηλ. Καππαδόκισσα)αυτός που κατάγεται από την Καππαδοκία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αρεταίος Καππαδόκης — (β’ μισό 1ου – α’ μισό 2ου αι. μ.Χ.).Γιατρός από την Καππαδοκία, οπαδός της εκλεκτικής σχολής. Τα δύο κυριότερα έργα του, που έχουν σωθεί σχεδόν ολόκληρα και έχουν εκδοθεί πολλές φορές στα ελληνικά και τα λατινικά από το 1552, είναι το Περί… … Dictionary of Greek
Ιωάννης Καππαδόκης — (6ος αι.).Ανώτερος οικονομικός υπάλληλος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κατά τα χρόνια της αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού (527 565) κατέλαβε το αξίωμα του υπάρχου (praefectus praetorio), το οποίο του έδινε ουσιαστικά τη δυνατότητα να διοικεί… … Dictionary of Greek
καππαδοκίζω — (Α) 1. υποστηρίζω τους Καππαδόκες 2. (με κακή σημ.) φέρομαι ως Καππαδόκης, είμαι πλεονέκτης 3. παθ. καππαδοκίζομαι γίνομαι Καππαδόκης ως προς τις συνήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καππαδόκης την κακόσημη έννοια έλαβε το ρ. επειδή οι Καππαδόκες θεωρούνταν… … Dictionary of Greek
Аретей из Каппадокии — др. греч. Ἀρεταῖος ὁ Καππαδόκης … Википедия
Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… … Dictionary of Greek
Эдесий — Каппадокийский (др. греч. Αἴδεσιος Καππᾰδόκης, ум. 355) античный философ неоплатоник, теург, ученик Ямвлиха, учитель Юлиана Отступника, основатель Пергамской школы неоплатонизма. Происходил из Каппадокии, из богатой семьи. Был направлен отцом в… … Википедия
Евстафий Каппадокийский — (др. греч. Εὐστάθιος Καππᾰδόκης, IV век) античный философ неоплатоник, представитель Пергамской школы неоплатонизма, ученик Ямвлиха, ученик Эдесия. Евстафий упоминается в сочинении Евнапия «Жизни философов и софистов». Евстафий был… … Википедия
αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… … Dictionary of Greek
ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… … Dictionary of Greek
καππαδοκάρχης — καππαδοκάρχης, ὁ (Α) τίτλος τού επάρχου τής Καππαδοκίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Καππαδόκης + άρχης*] … Dictionary of Greek